- συνεκλεαίνω
- Ακαθιστώ λείο, εξομαλύνω συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκλεαίνω / ἐκλειαίνω «κάνω κάτι λείο, εξομαλύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκλειώ — όω, ΜΑ συνεκλεαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλειῶ «τρίβω, λειαίνω, στιλβώνω»] … Dictionary of Greek